- άθροισμα
- Το συγκεντρωμένο πλήθος ανθρώπων ή πραγμάτων.
(Βοτ.) Ταξινομική μονάδα κατάταξης των φυτών, αντίστοιχη του όρου φύλο, που χρησιμοποιείται για τη συστηματική κατάταξη των ζώων. Το φυτικό βασίλειο υποδιαιρείται συνολικά σε 17 α. ή διαιρέσεις: σχιζόφυτα, χλωρόφυτα, ευγλενόφυτα, κρυπτόφυτα, πυρρόφυτα, χρυσόφυτα, φαιόφυτα, ροδόφυτα, μύκητες, βρυόφυτα, ρυνιόφυτα, ψιλοτόφυτα, λυκοποδιόφυτα, εκουισετόφυτα, πολυποδιόφυτα, πινόφυτα και αγγειόσπερμα ή μαγνολιόφυτα.
(Μαθημ.) Το αποτέλεσμα της πρόσθεσης πολλών ομοειδών πραγμάτων ή αριθμών. Τα α. διακρίνονται σε αριθμητικά, αλγεβρικά και διανυσματικά. Αριθμητικό (ή κοινό) ά. είναι το αποτέλεσμα της πρόσθεσης θετικών αριθμών, ακεραίων ή δεκαδικών ή κλασματικών (βλ. λ. αριθμητική). Αλγεβρικόά. είναι το αποτέλεσμα της πρόσθεσης σχετικών αριθμών (θετικών και αρνητικών). Ισχύουν και εδώ οι θεμελιώδεις ιδιότητες (προσεταιριστική και μεταθετική) του αριθμητικού α. (βλ. λ. αριθμητική). Διανυσματικό ά. είναι το αποτέλεσμα της σύνθεσης δύο διανυσμάτων και χαρακτηρίζεται ως συνισταμένη τους.
(Φιλοσ.) Η συνδρομή των ατόμων στην κατασκευή του όλου.
(Φυσ.) Ά. γραμμών ηλεκτρικής (ή ηλεκτρομαγνητικής ή μαγνητικής δύναμης) είναι το σύνολο των ηλεκτρικών (ή ηλεκτρομαγνητικών ή μαγνητικών) γραμμών σε κάποιο σημείο του αντίστοιχου πεδίου.
* * *το (Α ἄθροισμα και ἅθροισμα) [ἀθροίζω]νεοελλ.το αποτέλεσμα τής πρόσθεσης, σύνολο, σούμααρχ.1. συνάθροιση, συγκέντρωση2. το συγκεντρωμένο πλήθος3. η συνδρομή, δηλ. η συγκέντρωση τών ατόμων για τη συγκρότηση ενός συνόλου.
Dictionary of Greek. 2013.